Επιμέλεια: Ελβίρα Κρίθαρη
Στις 20 Μαρτίου του 2019, στην Πρεσβεία της Ιταλίας στην Κίνα, παρουσιάστηκε σειρά ντοκιμαντέρ βασισμένη σε ταινίες που είχαν γυρίσει δημιουργοί από διάφορα μέρη του κόσμου για την Κίνα, τη δεκαετία του 1970.
Στο πρώτο επεισόδιο, η Ιταλίδα δημοσιογράφος Gabriele Battaglia αναζητά τους ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν στο λογοκριμένο ντοκιμαντέρ που γύρισε ο Μικελάντζελο Αντονιόνι το 1972, προσπαθώντας με έναν τρόπο να αποκαταστήσει το όνομά του. Η ταινία, με τίτλο «Chung Kuo-Cina» που σημαίνει «το κέντρο του κόσμου», κατάφερε να φέρει τον Αντονιόνι σε πολύ δύσκολη θέση. Δεν είναι και λίγο να καταλήγεις ο πιο μισητός άνθρωπος στη χώρα με τον μεγαλύτερο πληθυσμό στον πλανήτη.
«Πηγαίνουν στην Ελλάδα -και μάλιστα την εποχή που ήταν ακόμη οι Συνταγματάρχες στην εξουσία- και τους ζητάνε να μην δείξουν την ταινία, πράγμα που έγινε. Πηγαίνουν στην Γερμανία και προσπαθούν να κάνουν το ίδιο. Οι Γερμανοί αντίθετα από τους Έλληνες αρνήθηκαν. Πάνε στη Γαλλία και προσπαθούν να κάνουν το ίδιο πάλι».
Η δήλωση αυτή ανήκει στον ίδιο τον Αντονιόνι, από συνέντευξη που έδωσε στον δημοσιογράφο Γκίντεον Μπάχμαν το καλοκαίρι του 1975 και αναφέρεται στην προσπάθεια αξιωματούχων της κινεζικής κυβέρνησης να σαμποτάρουν τις ευρωπαϊκές προβολές της ταινίας του. Ο λόγος ήταν ότι το δημιούργημά του είχε ένα πολύ σημαντικό “ελάττωμα”: Απέφευγε να εξυμνήσει τον Μάο και τα κατορθώματα του καθεστώτος του.
Ο Αντονιόνι ξεκίνησε την καριέρα του με το ντοκιμαντέρ «Οι άνθρωποι της κοιλάδας Πο», όμως είναι γνωστότερος για τις ταινίες «Blow Up» και «Επάγγελμα Ρεπόρτερ». Τη δεκαετία του 1960 στις Κάννες τον γιουχάισαν για το «L’Avventura», ενώ τη δεκαετία του 1970 στις ΗΠΑ του κόλλησαν τη στάμπα του αντιαμερικανού, για το «Zabriskie Point».
Τι δουλειά είχε, λοιπόν, το αγαπημένο παιδί του νεορεαλισμού, να καταγράφει εικόνες σε φιλμ 35 χιλιοστών σε ένα τόσο μακρινό μέρος;
Ένα απροσδόκητο ταξίδι
Το 1972, ο Αντονιόνι προσκλήθηκε από τον Πρωθυπουργό της Κίνας, Ζου Ενλάι – τον δεύτερο σε δύναμη άνδρα στην Κίνα μετά τον Μάο Τσετούνγκ – για να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή των Κινέζων μετά την Πολιτιστική Επανάσταση του 1966.
Η ιδέα προέκυψε μετά από συνομιλίες που είχε το δημόσιο ιταλικό κανάλι RAI με την Πρεσβεία της Κίνας στη Ρώμη. Το πλάνο ήταν να βρεθεί ένας αριστερός σκηνοθέτης που θα επισκεπτόταν την Κίνα και θα αναλάμβανε να δημιουργήσει μία προπαγανδιστική ταινία που θα εξυμνούσε τα πλεονεκτήματα της επανάστασης. Ήταν μία από τις κινήσεις του κομμουνιστικού καθεστώτος τότε, με στόχο το άνοιγμά του προς τη Δύση. Δεν ήταν τυχαίο που λίγο νωρίτερα τον ίδιο χρόνο, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, επισκεπτόταν την Κίνα μετά από 25 χρόνια ανύπαρκτων διπλωματικών σχέσεων.
Όταν ο Ιταλός σκηνοθέτης έφτασε στο Πεκίνο, τον περίμενε μία αντιπροσωπεία κρατικών αξιωματούχων, η οποία ακολούθησε τον ίδιο και το συνεργείο του στενά, για 22 μέρες, μέχρι τη Σαγκάη. Στο ταξίδι τους επισκέφτηκαν διάφορες επαρχίες οι οποίες είχαν υποστεί βίαιη κολεκτιβοποίηση μετά την επανάσταση και έγιναν μέρος του σοσιαλιστικού «Άλματος προς τα Εμπρός». Ο Αντονιόνι ήταν ένας από τους πρώτους μη Κινέζους κινηματογραφιστές που βιντεοσκόπησαν την κινεζική ενδοχώρα.
Το βλέμμα του Αντονιόνι
Η ταινία ανοίγει με πρώτο πλάνο μία καθημερινή, πολυάσχολη μέρα στην πλατεία της Τιενανμέν, με πολλά κοντινά πλάνα σε πρόσωπα, βλέμματα, εκφράσεις και κινήσεις, υπό τους ήχους ενός γνωστού παιδικού τραγουδιού της περιόδου της Πολιτιστικής Επανάστασης.
Ο Αντονιόνι, στην αρχή του ντοκιμαντέρ, παραδέχεται ότι «δεν υποκρινόμαστε ότι καταλαβαίνουμε την Κίνα. Απλώς ευελπιστούμε να παρουσιάσουμε μία συλλογή προσώπων, χειρονομιών, εθίμων. (…) Αν και, εν μέσω ενός πολιτικού πινγκ πονγκ, οι Κινέζοι άνοιξαν μερικές πόρτες, επέμεναν να μας εμποδίζουν από το να παρεκκλίνουμε έστω και λίγο από το προκαθορισμένο πρόγραμμα».
Βέβαια, ο ίδιος αργότερα καταφέρνει αρκετές φορές να ξεφύγει από το άγρυπνο βλέμμα των «συνοδών» του για να κινηματογραφήσει στιγμές έξω από τα ελεγχόμενα όρια του κράτους.
Ένας άντρας κάνει τάι-τσι σε ένα πάρκο του Πεκίνου (μία απαγορευμένη πρακτική από το καθεστώς), ένα ζευγάρι απολαμβάνει κρυφά ο ένας τον άλλο σε μια γωνιά της Απαγορευμένης Πόλης, μία γέννα κατα τη διάρκεια της οποίας αντί για αναισθησία πραγματοποιείται on camera η πρακτική του βελονισμού, η καταγραφή αγοραπωλησιών σε μία «μαύρη αγορά» -συχνό φαινόμενο παραοικονομίας εκείνη την εποχή-, είναι κάποιες από τις στιγμές στις οποίες οι θεατές γίνονται μάρτυρες.
Ο Ρόλαντ Μπαρτ,που επίσης είχε επισκεφτεί την μαοική Κίνα μετά από πρόσκληση του ίδιου του καθεστώτος, παρατηρεί στα ημερολόγια που έγραψε για το ταξίδι ότι, «Ο Αντονιόνι δεν ήθελε να κινηματογραφήσει τα κτίρια με τα πέντε πατώματα, αλλά τις τρώγλες-μουσεία, που διατηρήθηκαν μόνο και μόνο για να μυηθούν τα παιδιά στην έννοια της πάλη των τάξεων». Ενώ, η ανθρωπολόγος Kathleen Kuehnast, αν και έχει χαρακτηρίσει την προσέγγιση του Αντονιόνι αρκετά ειλικρινή, παρόλα αυτά σχολιάζει ότι «κάποιες φορές αναπαριστά εικόνες με έντονο εξωτισμό, ερμηνεύοντας τους ανθρώπους, τα τοπία και τα αντικείμενα με το πρίσμα ενός δυτικού κινηματογραφιστή που καταγράφει τον άλλο, τον πρωτόγονο».
Αντιδράσεις
Όταν ο Αντονιόνι ολοκλήρωσε το μοντάζ, η ταινία είχε φτάσει τα 217 λεπτά. «Τα πρώτα πρόσωπα που την είδαν εκτός από τους συνεργάτες μου, ήταν μερικοί αντιπρόσωποι της κινεζικής Πρεσβείας στη Ρώμη.
«Κύριε Αντονιόνι, μου είπαν, έχετε μία πολύ στοργική ματιά για την χώρα μας και σας ευχαριστούμε..Δεν ξέρω τι συνέβη μετά. Δεν έχω ιδέα γιατί άλλαξε η γνώμη τους», ομολόγησε ο Αντονιόνι σε συνέντευξή του.
Μία μαζική καμπάνια κατά του Ιταλού σκηνοθέτη ξεκίνησε, με κινέζικα περιοδικά, εφημερίδες και κριτικούς που δεν είχαν δει καν την ταινία, να τη δυσφημούν. Μέχρι και Ιταλοί μαοιστές φοιτητές διαδήλωσαν στο Φεστιβάλ της Βενετίας, κατα την προβολή του ντοκιμαντέρ, για να του δείξουν τη δυσαρέσκειά τους.
Ακούστε το Κόμμα, το Κόμμα γνωρίζει καλύτερα
Κάνε τον Αντονιόνι να σκάσει από το κακό του
Η κόκκινη σημαία θα πετά από την Ανατολή ως τη Δύση
Οι παραπάνω στίχοι ανήκουν σε ένα σχολικό τραγούδι που μάθαινα τα παιδιά σε όλα σχολεία την εποχή εκείνη.
Λέγεται δε, ότι πίσω από όλη αυτήν την στοχευμένη επίθεση ήταν η σύζυγος του Μάο, Τζιάνγκ Κινγκ, η οποία χρειαζόταν μία αφορμή να υπονομεύσει τον Πρωθυπουργό, Ζου Ενλάι, που είχε αρχίσει να συγκεντρώνει αρκετή δύναμη. Άλλωστε ο Ζου Ενλάι ήταν αυτός που κάλεσε τον Αντονιόνι στην Κίνα.
«Είχαμε δώσει τόση αγάπη σε αυτήν την ταινία. Μόνο το μοντάζ μας πήρε 6 μήνες», είχε πει η Ενρίκα Φίκο, σύζυγος του Αντονιόνι η οποία είχε δουλέψει για την ταινία ως βοηθός, «Τον σκότωνε που η χώρα μας θεωρούσε εχθρούς», είχε δηλώσει.
Η ταινία «Chung Kuo-Cina» απαγορεύτηκε για σχεδόν 30 χρόνια. Μόλις το 2004, πραγματοποιήθηκε δημόσια προβολή της στην Ακαδημία Κινηματογράφου του Πεκίνου. Όμως ήταν ήδη αργά. Ο Μικελάντζελο Αντονιόνι ήταν ήδη πολύ κατεβελημένος λόγω γηρατειών και δεν μπορούσε να παρευρεθεί. Αλλιώς, όπως είχε δηλώσει η σύζυγός του, θα ήθελε πολύ να δει πώς θα φαινόταν η ταινία στη νέα γενιά των Κινέζων. «Γιατί τελικά όλοι αγαπάμε τον κινέζικο λαό και τους αγαπάω κι εγώ», είχε ο ίδιος, παλαιότερα, πει.
0 Σχόλια