Επιμέλεια: Ελβίρα Κρίθαρη
Μετά το πρώτο κουδούνι στα σχολεία, πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν ο αγιασμός και η προσευχή, ενώ μαζί με τα υπόλοιπα βιβλία, όπως κάθε χρόνο θα μοιραστεί το βιβλίο των θρησκευτικών.
Το βιβλίο όμως έχει αλλάξει και πάλι, αφού πέρσι τον Απρίλη, το ΣτΕ γνωμοδότησε πως ο τρόπος που γινόταν η διδασκαλία των θρησκευτικών στα Λύκεια και σε δύο τάξεις του δημοτικού ήταν αντισυνταγματικός, ενώ «είχε ποιοτική και ποσοτική ανεπάρκεια ως προς την διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προκαλώντας σύγχυση στη θρησκευτική συνείδηση των Ορθοδόξων Χριστιανών μαθητών».
Με τον διορισμό της, η αρμόδια υπουργός Νίκη Κεραμέως, έσπευσε να υποσχεθεί πως θα συμμορφωθεί με τις περσινές αποφάσεις του ΣτΕ και να αλλάξει τα θρησκευτικά, ώστε να γίνουν «πιο ελκυστικά».
Από την άλλη, οι οργανώσεις υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θεώρησαν την απόφαση του ΣΤΕ αναχρονιστική. «Θεωρούμε ότι το μάθημα των θρησκευτικών, όπως διδάσκεται, αντιβαίνει στις αρχές του κράτους δικαίου», εξηγεί ο Γιάννης Ιωαννίδης, νομικός και πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. «Θα αναμέναμε, όποιος διάλογος γίνει με την Εκκλησία σχετικά με το μάθημα των θρησκευτικών να συμφωνηθεί πως δεν θα έχει ομολογιακό χαρακτήρα ή αν έχει τότε τουλάχιστον θα πρέπει να διασφαλίζεται με ακέραιο και διαφανή τρόπο ότι όποιος δεν θέλει να το παρακολουθεί δεν θα υποβάλλεται στην υποχρέωση να αποκαλυφθούν οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις».
Με βάση τις διατάξεις νόμων και εγκυκλίων που ισχύουν αυτή τη στιγμή, για να μην παρακολουθήσει κάποιο παιδί το μάθημα των θρησκευτικών χρειάζεται να υποβάλλουν οι γονείς του υπεύθυνη δήλωση ότι δεν είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι.
«Ακόμα, έχουμε προσφύγει στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων για να μην συμπεριλαμβάνεται το θρήσκευμα στα απολυτήρια γυμνασίου και λυκείου», λέει ο κύριος Ιωαννίδης. «Εκτός του ότι είναι άχρηστη η αναφορά, προσβάλλει τη θρησκευτική ελευθερία, μπορεί να οδηγήσει σε μελλοντικές διακρίσεις, ενώ τα απολυτήρια δεν τροποποιούνται στο μέλλον».
Αδύνατο διαζύγιο
Όμως, όλα όσα σχετίζονται με τα θρησκευτικά, ξεκινούν από το κατά πόσο θα υπάρξει διάκριση ή διαχωρισμός μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας.
Μόλις πριν μερικούς μήνες, μέρος του κλήρου είχε υποδεχθεί με λιτανείες και κατάρες τη μυστική συμφωνία που θα αναπροσάρμοζε τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας. Είχε πάρει τρία χρόνια διαπραγματεύσεων, μέχρι ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και ο πρώην πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας να καταλήξουν σε ένα κείμενο, το οποίο ωστόσο τροποποιήθηκε όταν η Ιερά Σύνοδος το απέρριψε. Η συμφωνία δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Ο Τσίπρας τότε είχε μιλήσει για διάκριση της Εκκλησίας με το Κράτος, και παρά τη θύελλα αντιδράσεων που ξεσήκωσε μεταξύ των κληρικών και μερικών μητροπολιτών, η συμφωνία χαρακτηρίστηκε από πολλούς ανεπαρκής.
«Αυτό που πρότεινε ο Τσίπρας ήταν ένα πυροτέχνημα που θα ικανοποιούσε τους αριστερούς του ψηφοφόρους», σχολιάζει ο Δημήτρης Χαραλάμπης, emeritus καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Ο Μητσοτάκης σε αυτό το πυροτέχνημα του ΣΥΡΙΖΑ, θέλησε να ικανοποιήσει τους δικούς του ψηφοφόρους, πολλούς από τους οποίους γνωρίζουμε πως έχουν μεγαλύτερη σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ ταυτόχρονα έπρεπε να εκφέρει ένα λόγο αντίθετο στον ΣΥΡΙΖΑ. Όλοι παίζουν παιχνίδι», συμπληρώνει ο καθηγητής.
Η παλιά συμφωνία
Η παλιά συμφωνία περιελάμβανε τη ρύθμιση θεμάτων της εκκλησιαστικής περιουσίας και την αλλαγή του Συντάγματος σε θρησκευτικά ουδέτερο, αντί της αναφοράς σε μία επικρατούσα θρησκεία, όπως συμβαίνει σήμερα.
Ακόμα, θα δημιουργούταν ένα κοινό ταμείο με αντικείμενο τη διαχείριση της αμφισβητούμενης εκκλησιαστικής περιουσίας και θα άλλαζε ο τρόπος που πληρώνονται οι 8.000 κληρικοί: από ένα αποθεματικό ταμείο αντί από το Λογιστήριο του Κράτους. Επιπλέον, η κάθε νέα πρόσληψη θα πληρωνόταν απευθείας από την Εκκλησία. Αυτό είναι και που εξαγρίωσε τους κληρικούς, οι οποίοι και θεώρησαν πως έτσι παύουν να θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ ουσιαστικά δεν είχαν προνόμια δημοσίων υπαλλήλων. Η πρόταση αυτή όμως τελικά αποσύρθηκε, αφού η Ιερά Σύνοδος την απέρριψε.
Οι αντιδράσεις αυτές δεν πρέπει να αποτελούν έκπληξη. Σύμφωνα με έρευνα του Pew Research Center που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Οκτώβρη, η Ελλάδα είναι η δεύτερη πιο θρησκευόμενη χώρα στην Ευρώπη. Το 55% των πολιτών δηλώνουν ότι η θρησκεία είναι σημαντική στη ζωή τους.
Για αυτό και είναι λίγοι εκείνοι που παίρνουν την απόφαση να δυσαρεστήσουν την Εκκλησία. Δεν είναι μακριά το 2000 και οι εποχές που ο τότε Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έβγαζε ένα εκατομμύριο ανθρώπους στο δρόμο για να εναντιωθούν στις καινούριες ταυτότητες που δεν ανέφεραν το θρήσκευμα.
Στη συμφωνία αντέδρασε και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Το Φανάρι προειδοποίησε ότι η συμφωνία θα οδηγούσε στην κατάργηση των θρησκευτικών εορτών, την αλλαγή του τρόπου διδασκαλίας των θρησκευτικών στα σχολεία και την κατάργηση των θρησκευτικών εικόνων από τα δημόσια κτήρια.
«Το πιο αρνητικό ήταν πως από τις δηλώσεις διαφαινόταν ότι η προϋπόθεση για να προχωρήσει η οποιαδήποτε διευθέτηση ήταν να συναινέσει η Εκκλησία», εξηγεί ο Ιωαννίδης. «Εμείς θεωρούμε ότι δεν γίνεται να υπάρχει από την αρχή ως όρος η συναίνεση της Εκκλησίας, γιατί έτσι η πολιτεία παραιτείται του ρόλου της. Όχι, ότι θεωρούμε ότι πρέπει να καταπιέσουμε την Εκκλησία, προφανώς και πρέπει να υπάρξει διάλογος, αλλά άλλο αυτό και άλλο να εξαρτάται η όλη συμφωνία από την Εκκλησία».
Από την πρώτη συνάντησή του με τον Ιερώνυμο, πάντως, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε πως «Είναι πολλά τα ζητήματα τα οποία πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Πάντα όμως με καλή πίστη, με καλή διάθεση, και σεβόμενοι τις Συνταγματικές επιταγές των άρθρων 3 και 13 του Συντάγματος -στα οποία, όπως εξάλλου σας έχω ήδη ενημερώσει, δεν πρόκειται να υπάρξει καμία αλλαγή στη συνταγματική αναθεώρηση».
Το άρθρο 3 αφορά στην αναγνώριση της ορθοδοξίας ως επικρατούσας θρησκείας και τη θρησκευτική ελευθερία, ενώ την ίδια στιγμή το άρθρο 13 αφορά στην ανεξιθρησκία και την απαγόρευση του προσηλυτισμού, κάτι που αντιβαίνει στην έννοια της ανεξιθρησκίας και για το οποίο η Ελλάδα έχει καταδικαστεί στα ευρωπαϊκά δικαστήρια.
«Και στα δύο άρθρα θα μπορούσαν να υπάρξουν βελτιώσεις. Αν όχι να μιλήσουμε για διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους που κανένας δεν το πρότεινε, τουλάχιστον, να υπάρξουν βήματα προς την διακριτότητα των ρόλων θρησκείας και κράτους», λέει ο Ιωαννίδης. «Με τη νέα κυβέρνηση τα πράγματα πήγαν ακόμα πιο πίσω».
0 Σχόλια