Φωτογραφία: Angel Sifontes
«Δεν θέλω να το σκέφτομαι, με τρομοκρατεί η σκέψη!»
«Δεν το βλέπω καν! Δεν θέλω να λέω αποκλείεται, αλλά…»
Αυτές τις απαντήσεις έδωσαν στην ερώτηση «θέλεις να κάνεις παιδί;» η Μαριλένα και η Αμαλία, δύο 28χρονα κορίτσια που συμφώνησαν να μου μιλήσουν για την «ύφεση των μωρών». Δηλαδή για τη σοβαρή πτώση της γεννητικότητας στη χώρα μας, η οποία έχει οδηγήσει το μέσο όρο παιδιών ανά ζευγάρι να κυμαίνεται το 2015 στο 1,3. Με αυτόν τον δείκτη ο τωρινός πληθυσμός αδυνατεί να αναπαραγάγει τον εαυτό του (απαιτούνται γι’ αυτό τουλάχιστον 2 παιδιά ανά ζευγάρι) και οι προβλέψεις για τον πληθυσμό της χώρας στο μέλλον είναι ζοφερές.
Με βάση την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, το 1932 ο ετήσιος αριθμός γεννήσεων στην Ελλάδα ξεπερνούσε τις 185.000, ενώ το 2017 έφτανε μόλις τις 88.553. Ταυτόχρονα πριν από μερικά χρόνια, το 2011, ο δείκτης θανάτων ξεπέρασε για πρώτη φορά στην ιστορία, τον δείκτη γεννήσεων.
Οι δημογράφοι πιστεύουν πως ο σημερινός συνολικός πληθυσμός των 10.738.868 κατοίκων θα συρρικνωθεί ως το 2050 σε 8,3 εκατομμύρια, σύμφωνα με τα στοιχεία του μοναδικού στη χώρα Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ) στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας. Ίσως για τους πιο απαισιόδοξους, και σε 6,5 εκατομμύρια. Θα είναι μάλιστα ένας γερασμένος πληθυσμός, αφού με βάση πρόσφατη έρευνα από την ΜΚΟ HOPEgenesis, δεν αποκλείεται πάνω από τρείς στους δέκα ανθρώπους που θα ζουν στη χώρα μας τότε να είναι 65 ετών ή μεγαλύτεροι. Και μόλις 1 στους 10 παιδιά και έφηβοι.
«Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν πως πλέον οι θάνατοι υπερβαίνουν τις γεννήσεις όχι κατά 2.000 ή 3.000, αλλά κατά 35.000. Ταυτόχρονα οι γυναίκες είναι πλέον λιγότερες από τους άνδρες» επισημαίνει ο Ομ. Καθηγητής Γυναικολογίας και Μαιευτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και επίτιμος πρόεδρος του επιστημονικού συμβουλίου της HOPEgenesis, Γεώργιος Κρεατσάς. «Πρέπει οι νέοι να έχουν στόχο, όταν ενηλικιωθούν, να κάνουν ένα παιδί. Το αντίθετο είναι η αναβολή. Δεν ενδιαφερόμαστε πλέον για το δημογραφικό. Θέλεις να το πεις σχολείο, Πολιτεία, γιατροί, ανήλικα και ενήλικα παιδιά, δεν ενδιαφέρεται κανείς για το αύριο».
«Δεν έχω σκεφτεί ποτέ να κάνω μωρό, κατ’ αρχάς για πρακτικούς λόγους. Δεν μπορώ να συντηρήσω τον εαυτό μου» μου εξηγεί η Μαριλένα Μόσχου, ηθοποιός που εργάζεται τα τελευταία χρόνια ως βοηθός σκηνοθέτη με τρίμηνες συμβάσεις, γιατί το επάγγελμα του ηθοποιού είναι πάρα πολύ ανταγωνιστικό. Μετακόμισε πριν έναν χρόνο σε ένα διαμέρισμαμόνη της, όμως δεν είναι καθόλου σίγουρη πως θα καταφέρει να το κρατήσει. «Παίρνω 500 ευρώ, πληρώνω τα 220 για ενοίκιο. Αναγκαστικά έχω βοήθεια από τους γονείς μου. Πάω με το μήνα». Όπως λέει, πρώτη φορά άφησε το οικογενειακό σπίτι για συγκατοίκηση το 2012, που ήταν και η χειρότερη χρονιά. «Τότε ήρθε σε μένα η οικονομική κρίση και άρχισε να γίνεται εμφανές ότι τα χρήματα που έπαιρνα δεν έφταναν. Με 500 ευρώ έβγαινα το ’10 και το ’11, όχι όμως το ‘12». Οι φίλες της που έχουν κάνει παιδί, ουσιαστικά υποαπασχολούνται και βασίζονται στο εισόδημα του άνδρα τους για να ζήσουν. Και η ίδια; Όταν «πάτησε» τα 26, εξηγεί, «έπαθε το μεγαλύτερο πανικό», γιατί ήταν σε αυτή την ηλικία που την είχε αποκτήσει η δική της μητέρα. «Σκέφτηκα ότι εκείνη μπορούσε να με έχει, ενώ εγώ δεν είχα καμία δυνατότητα».
Η Αμαλία Γερολυμάτου δεν έχει καν δική της στέγη. Σπούδασε βρεφονηπιοκόμος στα Γιάννενα, αλλά όταν τελείωσε τις σπουδές, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην πατρική (και μητρική) εστία. «Είναι άσχημο γιατί εγκλωβίζεσαι, μένεις ξανά στο παιδικό δωμάτιο», λέει. Δουλεύει από τα μέσα Οκτώβρη σε έναν δημόσιο παιδικό σταθμό, επειδή όμως πληρώνεται από τον ΟΑΕΔ δεν έχει πάρει ακόμη ούτε δεκάρα από τα περίπου 500 ευρώ, που είναι ο μισθός της. «Πριν πιάσω δουλειά ήμουν οκτώ μήνες άνεργη, τώρα είμαι απλήρωτη. Αυτό το «κάποια στιγμή θα πληρωθείς» θα μπορούσε να τρελάνει έναν γονιό με υποχρεώσεις». Η Αμαλία βλέπει τις δυσκολίες των γονιών και μέσα από τη δουλειά της στον παιδικό σταθμό που αυτή τη στιγμή φιλοξενεί 80 παιδάκια, ενώ χωρά μόνο 30. «Οι μαμάδες δουλεύουν αρκετές ώρες, γι’ αυτό έχουμε και αρκετά παιδάκια στους σταθμούς, γιατί δεν έχουν πού να τα αφήσουν. Και οι δύο γονείς δουλεύουν όλη μέρα. Και με δύο μισθούς, τα βγάζουν πέρα τσίμα τσίμα. Αυτό δεν σου δίνει το έναυσμα να ξεκινήσεις να κάνεις ένα παιδί».
Φεύγοντας από τις δύο συναντήσεις, οι συνειρμοί ήταν καταιγιστικοί. Κατ΄αρχήν και τα δύο κορίτσια, στην ηλικία των 28 ετών, βρίσκονται στο «απόγειο της γονιμότητας», όπως μου είχε πει όταν ήμουν σε αντίστοιχη ηλικία ο γυναικολόγος μου. Προειδοποιώντας με πως στο εξής η γυναικεία γονιμότητα αρχίζει σταδιακά και φθίνει. Όταν τελικά το αποφασίσουν, ίσως ταλαιπωρηθούν, ενδεχομένως να χρειαστεί να μπουν στην ψυχικά επώδυνη διαδικασία μίας εξωσωματικής γονιμοποίησης. Επίσης και οι δύο κοπέλες αμείβονται από τον ΟΑΕΔ, δηλαδή μέσω προγραμμάτων στήριξης της απασχόλησης. Η εικόνα της εργασίας τους είναι τρόπον τινά «πλασματική». Υποβοηθούνται από το κράτος για να εργαστούν, υποβοηθούνται από τους γονείς για να τα βγάλουν πέρα. Δεν κινούν ακόμη την παραγωγή, παρότι μπαίνουν στην πιο δημιουργική ηλικία τους. Σκέφτονται με τρόμο ένα παιδί, παρότι βρίσκονται στην πιο γόνιμη ηλικία. Ίσως έχουμε γίνει ήδη, μία χώρα γερόντων….
Το κόστος της ανατροφής των παιδιών, η μείωση των εισοδημάτων και η οικονομική επισφάλεια, δεν είναι καθόλου πλασματικά. Σύμφωνα με έρευνα της ΜΚΟ diaNEOsis, με συντονιστή τον καθηγητή στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου, Μάνο Ματσαγγάνη, το διάστημα 2009-2014 οι νέοι 18-29 χρόνων έχασαν το 44,8% του εισοδήματός τους, ποσοστό μεγαλύτερο από κάθε άλλη ηλικιακή ομάδα. Εκτός από τους νέους, «ριγμένοι» της κρίσης είναι και οι οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά, που επλήγησαν πιο πολύ από τις οικογένειες χωρίς παιδιά ή τους πολύτεκνους. Την ίδια ώρα, με βάση στοιχεία που παρουσίασε πριν μερικά χρόνια η κυρία Ήρα Έμκε-Πουλοπούλου, αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Δημογραφικών Μελετών, το κόστος της ανατροφής ενός παιδιού από τη γέννηση ως τα 18 του έτη, υπολογιζόταν το 1994 σε 53.000 ευρώ περίπου, ενώ τον Δεκέμβριο του 2014 είχε ξεπεράσει τις 107.000 ευρώ! Η ίδια υπογράφει άλλωστε και το βιβλίο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ο πληθυσμός της Ελλάδας υπό διωγμόν».
Στην Ελλάδα της κρίσης, καταργήθηκαν το 2013 όλες οι ρυθμίσεις φορολογικών απαλλαγών που αφορούσαν οικογένειες με παιδιά. Τα περισσότερα από τα επιδόματα για την οικογένεια και το παιδί, μετατράπηκαν σε δύο εισοδηματικές παροχές: το «ενιαίο επίδομα στήριξης τέκνου» για όλους τους γονείς και το «ειδικό επίδομα τριτέκνων και πολυτέκνων». Το 2018, καταργήθηκαν κι αυτά και αντικαταστάθηκαν από ένα επίδομα παιδιού, με εισοδηματικά πλέον κριτήρια. Η αλήθεια είναι πως το διάστημα 1995-2004, τη «χρυσή εποχή» των κοινωνικών δαπανών, το κράτος δεν είχε φροντίσει την ενίσχυση του παιδιού και της οικογένειας, αφιερώνοντας σε αυτή την κατηγορία μόνο το 4% των παροχών! Σήμερα, είναι πλέον λίγο… αργά. Ταυτόχρονα, η κρίση πιέζει εργαζόμενες και υποψήφιες μητέρες. Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, πολλοί εργοδότες καταπατούν τα δικαιώματα των εγκύων, με ακραίο περιστατικό μία έγκυο φύλακα σε μουσείο στην οποία αρνήθηκαν την προσαρμογή της εργασίας της, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε αιμορραγία λόγω ορθοστασίας. Στον ιδιωτικό τομέα, οι μητέρες κάνουν χρήση όλο και λιγότερο των διευκολύνσεων που υπάρχουν, επειδή φοβούνται μήπως χάσουν τη δουλειά τους. Με την κρίση, έχει μεγαλώσει η σιωπή.
Όμως το πρόβλημα της υπογεννητικότητας ξεκίνησε πριν από την οικονομική κρίση, ουσιαστικά για πρώτη φορά από τη δεκαετία του ΄50. Και όσο και αν μπαίνει κανείς στον πειρασμό να το εξηγήσει κυρίως με βάση οικονομικά κριτήρια, είναι πιο σύνθετο. Μία μεγάλη πλειοψηφία νέων δεν θέλει με τίποτα να κάνει παιδιά, η σκέψη πραγματικά τους «τρομοκρατεί». Γιατί όμως;
«Η υπογεννητικότητα είναι αποτέλεσμα τόσο προσωπικής επιλογής όσο και οικονομικών συγκυριών. Από το ’80 και μετά ζούσαν καλύτερα με δύο παιδιά. Έρχεται η κρίση και αυτό το 2 γίνεται 1» επισημαίνει η Αναστασία Μπαρμπούνη, καθηγήτρια Δημόσιας Υγείας και Πρόληψης Νόσων στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας και παιδίατρος. Είχε προηγηθεί η δεκαετία του ’90, στη διάρκεια της οποίας οι μετανάστες που ήρθαν στην Ελλάδα «τόνωσαν» τις γεννήσεις. Τώρα όμως και οι μετανάστες εγκαταλείπουν τη χώρα, μαζί με τους Έλληνες. Τόσο η κυρία Μπαρμπούνη, όσο και η Άρτεμις Τσίτσικα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Εφηβικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επικεφαλής της Μονάδας Εφηβικής Υγείας στο Νοσοκομείο Παίδων Π &Α. Κυριακού, τονίζουν πως πρέπει να ληφθούν μέτρα για να ενισχυθεί η γυναίκα. «Αν δεν κάνουμε κάτι», προειδοποιεί η κυρία Τσίτσικα, «μία στις τέσσερις γυναίκες που γεννήθηκαν μετά το 1970 θα έχει τελική ατεκνία». Με άλλα λόγια, θα κλείσει τον αναπαραγωγικό της κύκλο, χωρίς να κάνει ούτε ένα παιδί.
Όπως επισημαίνει ο Βύρωνας Κοτζαμάνης, καθηγητής Δημογραφίας και διευθυντής στο ΕΔΚΑ του πανεπιστημίου Θεσσαλίας, σε μία προσπάθεια να εξηγήσουν το φαινόμενο, οι επιστήμονες ανάπτυξαν τέσσερις θεωρίες, που αλληλοσυμπληρώνονται. Η πρώτη, η ορθολογική, λέει πως οι υποψήφιοι γονείς, ζυγίζουν τα υπέρ και τα κατά της απόκτησης παιδιού, δηλαδή το κόστος σε σχέση με την ψυχική ικανοποίηση. Η δεύτερη, η θεωρία της αποφυγής ανάληψης κινδύνου, πως η έλλειψη καλύτερης προοπτικής για το μέλλον, δυσκολεύει μία τέτοια απόφαση. Η τρίτη, η θεωρία των μετα-υλιστικών αξιών, υποστηρίζει πως ο ολοένα μεγαλύτερος ατομικισμός αλλά και ο ναρκισσισμός των νέων γενεών, τους οδηγεί να προτιμούν τη μέγιστη ικανοποίηση των θεωρούμενων αναγκών τους. Η τέταρτη, η θεωρία της ισότητας των φύλων, θυμίζει κάτι πολύ σημαντικό. Αν δεν δουν ισότητα στην κατανομή του βάρους της ανατροφής ενός παιδιού οι νέες γυναίκες, που καλούνται -όπως και οι μητέρες τους- να επωμιστούν όλα τα συνδυαστικά βάρη από την εργασία, τις δουλειές του σπιτιού και την ανατροφή του παιδιού, δεν πρόκειται να πάρουν την «μεγάλη απόφαση». Οι νέες γυναίκες έχουν το πικρό παράδειγμα από τις «κουρασμένες φεμινίστριες» μητέρες τους. Δεν είναι περίεργο που η σκέψη του πρώτου παιδιού τις τρομοκρατεί!
Η απασχόληση δεν είναι αντίστροφη με τη γονιμότητα, όπως πίστευαν παλιά. Η Γαλλία και οι σκανδιναβικές χώρες, εμφανίζουν ταυτόχρονα τα υψηλότερα επίπεδα γονιμότητας και τα υψηλότερα επίπεδα γυναικείας απασχόλησης. Αντίθετα, ο ευρωπαϊκός Νότος μοιράζεται, εκτός από την κρίση, χαμηλή απασχόληση των γυναικών, πατριαρχία και υπογονιμότητα. Αν όμως το πρόβλημα της υπογονιμότητας είναι χρόνιο, οι πολιτικοί μόλις πριν από ένα μήνα ενημερώθηκαν με εμπεριστατωμένη έκθεση από ειδική διακομματική επιτροπή της βουλής για το θέμα. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτό από το 1993. Τι μπορούν να κάνουν; Τα μέτρα δεν θα έχουν άμεσο αποτέλεσμα, πρέπει να ληφθούν προοδευτικά και σε όλους τους τομείς, τονίζει ο κύριος Κοτζαμάνης, μέλος της διακομματικής επιτροπής. Πρώτα ίσως, πρέπει να δοθεί έμφαση στην προσχολική εκπαίδευση, για να βοηθηθούν οι νέες μητέρες. Μέτρα όπως η πρόωρη συνταξιοδότηση των γυναικών, που είχαν ληφθεί στο παρελθόν ήταν απλά καταστροφικά και άστοχα. Ούτε αρκούν τα επιδόματα, ειδικά σε μία εποχή φτωχών ταμείων. Επιβάλλεται συνολική αλλαγή νοοτροπίας. Και, σύμφωνα με τον κύριο Μάνο Ματσαγγάνη, «χρειάζεται μία στροφή της δημόσιας πολιτικής από την αποκλειστική εμμονή στη γενιά των ηλικιωμένων προς τις νέες γενιές».
Πριν από μία δεκαετία μιλούσαμε για τη «γενιά των 700 ευρώ» ή γενιά των 1000 ευρώ εκτός Ελλάδας, τους milleuristi στην Ιταλία ή mileuristas στην Ισπανία. Επρόκειτο για το λεγόμενο «πρεκαριάτο», την επισφαλή μη προνομιούχα νέα γενιά, το νέο προλεταριάτο. Αυτή τη στιγμή οι νέοι εργαζόμενοι έχουν μετεξελιχθεί, ακόμη χειρότερα, στη γενιά των 500 και των 300 ευρώ. Η σχετική βιβλιογραφία κάνει μάλιστα λόγο για έναν «πόλεμο ανάμεσα στις γενιές», με τους μεγαλύτερους να είναι πλέον οι εργασιακά προνομιούχοι. Το μόνο που μας σώζει εδώ από έναν τέτοιο «πόλεμο», είναι το γεγονός πως η ελληνική οικογένεια διοχετεύει όλα της τα χρήματα στους νέους. Οι συντάξεις των παππούδων και τα εφάπαξ πηγαίνουν σε σπουδές και στήριξη ανέργων και υποαπασχολούμενων, ακόμη και εγγονών. Ίσως ο πόλεμος όμως, παραμείνει «ψυχρός». Και οι νέοι, αδύναμοι να χειραφετηθούν οικονομικά και κοινωνικά, συνεχίζουν να απέχουν από τις «συμβατικές τους υποχρεώσεις», τροφοδοτώντας την υπογεννητικότητα.
0 Σχόλια